- ὁπλισμούς
- ὁπλισμόςmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
πυκνωτής ηλεκτρικός — Ηλεκτρική συσκευή που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη υψηλής ηλεκτρικής χωρητικότητας. Αποτελείται από δύο αγωγούς υπό μορφή είτε λεπτών πλακών με διάφορα σχήματα είτε δύο ομοαξονικών κυλίνδρων ή δύο αγώγιμων φύλλων, τα οποία είναι τοποθετημένα το… … Dictionary of Greek
λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… … Dictionary of Greek
εμφανή φορτία — Τα φορτία q στους οπλισμούς ενός πυκνωτή, που παραμένουν αμετάβλητα μετά την εισαγωγή ενός διηλεκτρικού ανάμεσα στους οπλισμούς. Η παρουσία του διηλεκτρικού προκαλεί ελάττωση του δυναμικού μεταξύ των οπλισμών, οπότε και της ηλεκτρικής ροής Ε·S (Ε … Dictionary of Greek
εκφόρτιση — η (ηλεκτρ.) 1. η αφαίρεση ή η απώλεια τού ηλεκτρικού φορτίου από ένα φορτισμένο σώμα 2. η αφαίρεση τών ηλεκτρικών φορτίων από τους οπλισμούς τού πυκνωτή 3. η απόδοση από έναν συσσωρευτή τής ηλεκτρικής ενέργειας που έχει συσσωρευθεί στις πλάκες… … Dictionary of Greek
μεγάφωνο — Ηλεκτροακουστική συσκευή που μετατρέπει ένα ηλεκτρικό σήμα σε ένα αντίστοιχο ηχητικό, εκπέμποντάς το σε κλειστό ή ανοιχτό χώρο. Ανάλογα με την αρχή λειτουργίας, τα μ. διακρίνονται σε ηλεκτροδυναμικά, ηλεκτρομαγνητικά και ηλεκτροστατικά. Τα… … Dictionary of Greek
μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… … Dictionary of Greek
μικρόφωνο — Ηλεκτρομηχανικό σύστημα ικανό να μετατρέπει τα ηχητικά κύματα που προσκρούουν πάνω σε αυτό, σε ηλεκτρικές ταλαντώσεις. Η λειτουργία του μ. βασίζεται ουσιαστικά στο ότι τα ηχητικά κύματα όταν προσκρούουν για παράδειγμα πάνω σ’ ένα έλασμα, αυτό… … Dictionary of Greek
πυκνωτής — ο, Ν 1. αυτός που πυκνώνει κάτι 2. (ηλεκτρολ.) σύστημα δύο αγωγών ή οπλισμών οι οποίοι διαχωρίζονται με μονωτικό υλικό, σύστημα ικανό να συσσωρεύει ηλεκτρικά φορτία αντίθετου προσήμου στους δύο οπλισμούς του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνώνω, απόδοση στην… … Dictionary of Greek
Λαμπρούστ, Ανρί Πιερ Φρανσουά — (Henri Pierre François Labrouste, Παρίσι 1801 – Φοντενεμπλό 1875). Γάλλος αρχιτέκτονας. Το 1824 κέρδισε το βραβείο της Ρώμης και έφερε επανάσταση στις αρχιτεκτονικές θεωρίες της εποχής. Εχθρός των ατελών μορφών και των άχρηστων διακοσμήσεων,… … Dictionary of Greek